24. Δεν με δεσμεύει πια η παράβαση

Μια μέρα τον Ιούλιο του 2006, με συνέλαβαν ξαφνικά καθώς πήγαινα σε μια συνάντηση με τους συναδέλφους μου. Εκείνο το βράδυ με πήγαν σε μια μυστική τοποθεσία για ανάκριση. Η αστυνομία βρήκε αποδείξεις από τις εισπράξεις της εκκλησίας πάνω μου, και έτσι, με ανέκριναν με τη σειρά και με πίεζαν με να αποκαλύψω τα ονόματα των φυλάκων των χρημάτων της εκκλησίας και των ανώτερων επικεφαλής. Επειδή δεν τους απαντούσα, με μαστίγωσαν με μια δερμάτινη ζώνη, μου έβαλαν χειροπέδες και με κρέμασαν χρησιμοποιώντας μια σιδερένια αλυσίδα. Με βασάνιζαν έτσι για μια βδομάδα. Διψούσα και πεινούσα και δεν μου είχε απομείνει καθόλου δύναμη. Κάποια στιγμή έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου είχαν δώσει να πιω, αλλά είχα μια παράξενη γεύση στο στόμα μου που με έπνιγε και όλο μου το σώμα πονούσε πολύ. Εκείνη τη στιγμή, το σώμα μου είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του και δεν ήξερα τι θα μου έκαναν στη συνέχεια. Φοβόμουν πολύ. Φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα να αντέξω τα βασανιστήρια και θα γίνω ένας Ιούδας, γι’ αυτό προσευχόμουν θερμά στον Θεό μέσα μου και Του ζητούσα να με βοηθήσει να μείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου. Όταν είδαν ότι εξακολουθούσα να μην αποκαλύπτω τους επικεφαλής και τα χρήματα της εκκλησίας μετά από τέτοια βασανιστήρια, η αστυνομία άλλαξε τακτική και χρησιμοποίησε την στοργή μου για την οικογένειά μου για να με δελεάσει, λέγοντας: «Έχεις αρκετά χρόνια να πας σπίτι σου. Θα λείπεις πολύ στην οικογένεια και τα παιδιά σου. Πού είναι τα χρήματα της εκκλησίας; Αν μας τα πεις όλα, θα σε αφήσουμε να πας σπίτι». Έβγαλαν, μάλιστα, κάποια μετρητά και είπαν ότι είχαν ήδη βρει τους φύλακες των χρημάτων της εκκλησίας. Όταν το άκουσα αυτό, σκέφτηκα: «Εφόσον έχουν ήδη κατασχέσει τα χρήματα, δεν έχει σημασία αν θα τους το πω ή όχι. Αν τούς πω κάτι, μπορεί να μην με βασανίζουν πια». Τούς είπα για μια από τις οικογένειες που φύλαγαν τα χρήματα της εκκλησίας και η αστυνομία μου ζήτησε να πάμε μαζί για να εισπράξω αυτά τα χρήματα. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι είχα πέσει στην παγίδα τους. Εκείνη τη στιγμή, είχα υπομείνει όσα μπορούσα να αντέξω. Σκέφτηκα: «Έχω ήδη ξεπουλήσει την οικογένεια που φυλάει τα χρήματα. Αν δεν τους πάω εκεί, σίγουρα θα συνεχίσουν να με βασανίζουν. Επιπλέον, έχει περάσει μια εβδομάδα από τη σύλληψή μου και μπορεί να έχουν μετακινήσει τα χρήματα της εκκλησίας». Εκείνη τη στιγμή πήρα τη λάθος απόφαση να οδηγήσω την αστυνομία στο σπίτι του φύλακα. Όταν η εκκλησία έμαθε για τη σύλληψή μου, μετέφερε αμέσως τα χρήματα της εκκλησίας. Ο αδελφός από την οικογένεια φύλαξης παραλίγο να συλληφθεί, αλλά χάρη την προστασία του Θεού, ξέφυγε από την έφοδο της αστυνομίας. Επειδή δεν βρήκε τα χρήματα της εκκλησίας, η αστυνομία με καταδίκασε αυθαίρετα σε φυλάκιση ενός έτους και εννέα μηνών.

Κάθε μέρα που πέρασα στη φυλακή ήταν γεμάτη βάσανα και πόνο, ειδικά όταν σκεφτόμουν τα λόγια του Θεού που έλεγαν: «Σε όσους δεν Μου έδειξαν την παραμικρή πίστη κατά τη διάρκεια των δεινών, δεν θα είμαι πια ελεήμων, γιατί το έλεός Μου φτάνει μόνο μέχρι εκεί. Δεν Μου αρέσουν, επίσης, εκείνοι που κάποτε Με πρόδωσαν, πολύ λιγότερο δε, Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι όσους ξεπουλούν τα συμφέροντα των φίλων τους. Αυτή είναι η διάθεσή Μου, ανεξαρτήτως ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί» («Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Προετοίμασε αρκετές καλές πράξεις για τον προορισμό σου). Ήξερα πολύ καλά ότι ξεπουλώντας τον αδελφό είχα γίνει Ιούδας. Είχα προσβάλει τη διάθεση του Θεού. Είχα διαπράξει ασυγχώρητη αμαρτία. Η καρδιά μου πονούσε πολύ όταν το σκεφτόμουν αυτό. Είχα προδώσει τον Θεό. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα με έσωζε. Η πίστη μου στον Θεό μπορεί να είχε φτάσει στο τέλος της. Από τότε ήμουν πολύ αποκαρδιωμένη και πονούσα κάθε μέρα. Η καρδιά μου υπέφερε και ένιωθα ότι θα ήταν καλύτερα αν ήμουν νεκρή. Απλώς περίμενα τη μέρα που θα πέθαινα και θα ήμουν ελεύθερη. Παρόλο που εξακολουθούσα να προσεύχομαι στον Θεό, κάθε φορά που σκεφτόμουν την παράβασή μου, ένιωθα ότι ο Θεός δεν θα με ήθελε πια και νόμιζα ότι δεν ήμουν άξια να προσέλθω ενώπιόν Του. Δύο χρόνια μετά την αποφυλάκισή μου, οι αδελφοί και οι αδελφές με βρήκαν και όταν διαπίστωσαν ότι είχα κάποια αυτεπίγνωση, μου επέτρεψαν να συνεχίσω τη ζωή μου στην εκκλησία και κανόνισαν ένα καθήκον για μένα. Συγκινήθηκα πολύ και σκέφτηκα ότι ο Θεός μου έδινε την ευκαιρία να μετανοήσω, και ένιωσα ακόμα περισσότερο ότι Του χρωστούσα. Έκλαψα πικρά ενώ προσευχόμουν στον Θεό: «Θεέ μου! Πραγματικά δεν είμαι άξια να προσέλθω ενώπιόν Σου. Όταν αντιμετώπισα δυσκολίες, δεν κατέθεσα καμία απολύτως μαρτυρία. Ξεπούλησα τον αδελφό, έγινα Ιούδας, ξεφτιλίστηκα. Σήμερα μου έδωσες την ευκαιρία να επιστρέψω στην εκκλησία και να κάνω το καθήκον μου. Βλέπω το έλεός Σου». Μέσα μου, αποφάσισα κρυφά να κάνω το καθήκον μου με επιμέλεια, να επανορθώσω για την παράβασή μου και να ανταποδώσω την αγάπη του Θεού. Αργότερα, όποιο καθήκον κι αν κανόνιζε η εκκλησία για μένα, το έκανα πάντα πρόθυμα. Όσο αντίξοες συνθήκες κι αν αντιμετώπιζα, δεν άφηνα τις δυσκολίες να με στενοχωρούν. Ήθελα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα για να επανορθώσω για την παράβασή μου.

Μια μέρα άκουσα ότι η Τσεν Χουά συνελήφθη και έγινε Ιούδας, ότι ξεπούλησε πολλούς επικεφαλής, εργαζόμενους και οικογένειες φύλαξης και στη συνέχεια την απέπεμψαν από την εκκλησία. Όταν άκουσα αυτά τα νέα, σκέφτηκα αμέσως τη δική μου κατάσταση. Κι εγώ είχα ξεπουλήσει κόσμο και εξαιτίας αυτού, η αστυνομία παραλίγο να κατασχέσει τα χρήματα της εκκλησίας και ο αδελφός φύλαξης δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Σκέφτηκα ότι η πράξη μου, το ότι ξεπούλησα τον αδελφό, ήταν ίδια με εκείνη της Τσεν Χουά. Ήταν ένα μελανό σημείο και ο Θεός δεν θα συγχωρούσε την παράβασή μου. Η Τσεν Χουά είχε αποπεμφθεί πλέον από την εκκλησία. Μπορεί μια μέρα να με αποπέμψουν και μένα και να με αποκλείσουν κιόλας. Ένιωθα πολύ αποκαρδιωμένη όταν το σκεφτόμουν αυτό. Μετά από αυτό, έκανα οποιοδήποτε καθήκον μου ανέθετε η εκκλησία, αλλά δεν είχα πλέον το σθένος να δαπανήσω τον εαυτό μου για τον Θεό όπως έκανα στο παρελθόν. Μερικές φορές, όταν έπρεπε να πληρώσω ένα τίμημα και να αναζητήσω τις αλήθεια-αρχές, δεν τις αναζητούσα. Μου αρκούσε να κάνω το έργο με τον προβλεπόμενο τρόπο και να εκτελέσω κάποια απλή δουλειά. Επίσης, δεν με απασχολούσε αν το έργο μου είχε αποτελέσματα και βασιζόμουν ελάχιστα στη συνείδησή μου για να συνεχίσω το καθήκον μου. Θυμάμαι ότι εκείνη την εποχή, μια αδελφή φοβόταν ότι θα τη συλλάβουν και δεν τολμούσε να κάνει το καθήκον της. Ήξερα ότι έπρεπε να τη βοηθήσω και να τη στηρίξω, αλλά αφού είχα προδώσει τον Θεό, είχα τα προσόντα για να δώσω συναναστροφή σε άλλους; Δεν είχα καμία διάθεση να σκεφτώ πώς να συναναστραφώ για να επιτύχω αποτελέσματα και απλώς κρατούσα τα προσχήματα και μιλούσα λίγο για δογματική γνώση. Ήξερα ότι το να προσεγγίζω το καθήκον μου τηρώντας τέτοια στάση δεν συνάδει με τις προθέσεις του Θεού και ήθελα να προσπαθήσω να αλλάξω την κατάστασή μου, αλλά μόλις σκεφτόμουν πώς είχα διαπράξει μια τόσο μεγάλη παράβαση και δεν είχα καμία ελπίδα να σωθώ, ένιωθα απογοητευμένη και περνούσα τον χρόνο μου άσκοπα. Όταν αποκάλυψα διεφθαρμένες διαθέσεις κατά την εκτέλεση του καθήκοντός μου, κατάλαβα ότι έπρεπε να αναζητήσω την αλήθεια για να επιλύσω το πρόβλημά μου και ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο για το έργο και για τη ζωή-είσοδό μου, αλλά μόλις σκεφτόμουν την ασυγχώρητη παράβασή μου και την πιθανότητα να με αποπέμψουν, απλώς δεν μπορούσα να το κάνω. Μου αρκούσε απλώς να ολοκληρώνω το έργο μου κάθε μέρα και δεν επικεντρωνόμουν στην αναζήτηση της αλήθειας για να επιλύσω την κατάστασή μου. Αργότερα, πολλές φορές είχα πονοκεφάλους και συχνές στομαχικές διαταραχές. Στην αρχή, αντιμετώπιζα σωστά την κατάστασή μου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, όχι μόνο δεν ανάρρωνα, αλλά η ασθένειά μου επιδεινώθηκε κιόλας. Αναρωτιόμουν αν η ασθένεια αυτή ήταν τιμωρία από τον Θεό. Στο παρελθόν, είχα προδώσει τον Θεό, Τον είχα κάνει να με περιφρονεί και να με απεχθάνεται, και τώρα είχα αρρωστήσει. Ο Θεός σίγουρα δεν με ήθελε. Μερικές φορές δεν παρήγαγα αποτελέσματα στο καθήκον μου και σκεφτόμουν ότι ο Θεός δεν εργαζόταν για μένα. Ήταν ανώφελο να συνεχίσω να αναζητώ την αλήθεια και να κάνω το καθήκον μου. Κάθε φορά που είχα αυτές τις σκέψεις ένιωθα απερίγραπτη θλίψη στην καρδιά μου. Ειλικρινά μετάνιωνα που είχα προδώσει τον Θεό τότε. Αν είχα καταφέρει να αντέξω λίγο περισσότερο, δεν είχα μείνει ακλόνητη στη μαρτυρία μου; Γιατί ξεπούλησα τον αδελφό; Μισούσα τον εαυτό μου που νοιαζόμουν τόσο πολύ για τη σάρκα μου και δεν είχα καρδιά που πραγματικά ήθελε τον Θεό. Αν είχα μείνει ακλόνητη στη μαρτυρία μου τότε, δεν θα ήμουν αναγκασμένη να υπομείνω αυτό το πνευματικό μαρτύριο. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο στενοχωριόμουν και συχνά είχα αρνητική διάθεση.

Μια φορά συζήτησα την κατάστασή μου με μια αδελφή, η οποία μου διάβασε ένα απόσπασμα των λόγων του Θεού: «Οι άνθρωποι βυθίζονται στην αποκαρδίωση και για έναν ακόμη λόγο: τους συμβαίνουν κάποια συγκεκριμένα πράγματα προτού ή αφότου ενηλικιωθούν· με άλλα λόγια, διαπράττουν κάποιες παραβάσεις ή κάνουν κάποια βλακώδη ή ανόητα πράγματα, ή κάνουν κάποια πράγματα από άγνοια. Βυθίζονται στην αποκαρδίωση εξαιτίας αυτών των παραβάσεων, εξαιτίας αυτών των πραγμάτων που έχουν κάνει από βλακεία και άγνοια. Αυτή η αποκαρδίωση είναι η αυτοκαταδίκη τους. Προσδιορίζει, επίσης, τι είδους άνθρωποι είναι. […] Όποτε ακούνε ένα κήρυγμα ή μια συναναστροφή σχετικά με την αλήθεια, αυτή η αποκαρδίωση τρυπώνει σιγά σιγά μέσα στο μυαλό τους και μες στα μύχια της καρδιάς τους, με αποτέλεσμα να ανακρίνουν τον εαυτό τους και να αναρωτιούνται: “Μπορώ να το κάνω; Είμαι σε θέση να επιδιώξω την αλήθεια; Μπορώ να σωθώ; Τι είδους άνθρωπος είμαι; Παλιά το έκανα εκείνο το πράγμα, ήμουν τέτοιος άνθρωπος. Μήπως είμαι πέραν πάσης σωτηρίας; Θα με σώσει παρόλα αυτά ο Θεός;” Κάποιοι μπορούν μερικές φορές να εγκαταλείψουν το συναίσθημα της αποκαρδίωσης που έχουν και να το αφήσουν πίσω τους. Εκτελούν το καθήκον, τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους με κάθε ειλικρίνεια και όλη την ενέργεια που διαθέτουν, και μπορούν, μάλιστα, να αφοσιωθούν με όλη την καρδιά και όλον τον νου τους στο να επιδιώξουν την αλήθεια και να συλλογιστούν τα λόγια του Θεού, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για τα λόγια Του. Τη στιγμή, όμως, που προκύπτει κάποια ειδική κατάσταση ή συνθήκη, το συναίσθημα της αποκαρδίωσης τους κυριεύει για άλλη μια φορά και τους κάνει να ξανανιώσουν ένοχοι βαθιά μέσα στην καρδιά τους. Σκέφτονται, λοιπόν, το εξής: “Έκανες αυτό το πράγμα κάποτε· τέτοιος άνθρωπος ήσουν. Μπορείς να σωθείς; Έχει κάποιο νόημα να κάνεις πράξη την αλήθεια; Τι γνώμη έχει ο Θεός για τις πράξεις σου; Θα σε συγχωρήσει ο Θεός γι’ αυτά που έχεις κάνει; Αν τώρα πληρώσεις έτσι το τίμημα, θα επανορθώσεις για εκείνη την παράβαση;” Συχνά επιπλήττουν τον εαυτό τους και νιώθουν ένοχοι βαθιά μέσα τους, και συνεχώς αμφιβάλλουν και βομβαρδίζουν τον εαυτό τους με ερωτήσεις. Δεν μπορούν ποτέ να αφήσουν πίσω τους αυτό το συναίσθημα της αποκαρδίωσης ούτε να το αποβάλουν, και νιώθουν μια διαρκή ανησυχία για την επαίσχυντη πράξη τους. Οπότε, παρόλο που πιστεύουν στον Θεό για τόσα χρόνια, είναι λες και δεν έχουν ακούσει και δεν έχουν κατανοήσει ούτε λέξη από όσα έχει πει ο Θεός. Είναι λες και δεν ξέρουν αν η επίτευξη της σωτηρίας τούς αφορά καθόλου, αν μπορούν να λάβουν άφεση αμαρτιών και να λυτρωθούν ή αν έχουν τα προσόντα ώστε να λάβουν την κρίση, την παίδευση και τη σωτηρία του Θεού. Δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για όλα αυτά τα πράγματα. Δεν παίρνουν καμία απάντηση και δεν φτάνουν σε κανένα ακριβές συμπέρασμα, και γι’ αυτό νιώθουν συνεχώς αποκαρδιωμένοι βαθιά μέσα τους. Μέσα στα μύχια της καρδιάς τους, σκέφτονται ξανά και ξανά αυτό που έκαναν, το αναπαράγουν ξανά και ξανά μες στο μυαλό τους, θυμούνται πώς ξεκίνησαν όλα και πώς τελείωσαν, με κάθε λεπτομέρεια από την αρχή μέχρι το τέλος. Όπως κι αν το θυμούνται, νιώθουν συνεχώς αμαρτωλοί, πράγμα που, ανά τα χρόνια, τους κάνει να αισθάνονται συνεχώς αποκαρδιωμένοι γι’ αυτό το πράγμα. Ακόμη κι όταν κάνουν το καθήκον τους, ακόμη κι όταν είναι υπεύθυνοι για μια συγκεκριμένη εργασία, και πάλι νιώθουν σαν να μην έχουν καμία ελπίδα να σωθούν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζουν ποτέ ευθέως το ζήτημα της επιδίωξης της αλήθειας και να μην το βλέπουν ως κάτι άκρως σωστό και σημαντικό. Πιστεύουν πως οι περισσότεροι καταφρονούν το λάθος τους ή την πράξη που έκαναν στο παρελθόν, ή θεωρούν πως οι άλλοι μπορεί να τους καταδικάζουν και να τους σιχαίνονται, ή πως τους καταδικάζει, μάλιστα, ο Θεός. Ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται το έργο του Θεού ή από το πόσες ομιλίες έχει εκφέρει ο Θεός, δεν αντιμετωπίζουν ποτέ με σωστό τρόπο το ζήτημα της επιδίωξης της αλήθειας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Δεν έχουν το θάρρος να αφήσουν πίσω τους την αποκαρδίωσή τους. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν τελικά αυτοί οι άνθρωποι αφού βιώσουν κάτι τέτοιο, και επειδή δεν φτάνουν στο σωστό συμπέρασμα, είναι ανίκανοι να αφήσουν πίσω τους την αποκαρδίωσή τους» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (2)]. Αυτά τα λόγια του Θεού είχαν άμεση σχέση με την κατάστασή μου. Στην πραγματικότητα, εκείνα τα χρόνια, όποτε άκουγα ότι είχαν αποβάλει κάποιον επειδή ήταν Ιούδας, το συσχέτιζα αυτό με τον εαυτό μου, επειδή πίστευα ότι είχα ξεπουλήσει τον αδελφό, ότι υπήρξα Ιούδας και παρανόμησα ενώπιον του Θεού. Θα με ήθελε ακόμα ο Θεός μετά από αυτό; Είχα ακόμα κάποια ελπίδα να σωθώ; Μόλις το σκεφτόμουν αυτό, ζούσα μέσα στην αρνητικότητα. Παρόλο που φαινομενικά έκανα το καθήκον μου, στην πραγματικότητα δεν κουβαλούσα φορτίο μέσα μου και ένιωθα όλο και περισσότερο ότι η επιδίωξη της αλήθειας δεν είχε καμία σχέση με μένα. Ποτέ δεν θεωρούσα ότι είμαι μια από αυτούς που επιδιώκουν την αλήθεια. Δεν τολμούσα να δεχτώ τα λόγια καθοδήγησης, ενθάρρυνσης ή νουθεσίας από τον Θεό, επειδή νόμιζα ότι αυτά τα λόγια δεν ειπώθηκαν για ανθρώπους όπως εγώ. Ένιωθα μάλιστα ότι ήμουν ανάξια όταν ορκιζόμουν ενώπιον του Θεού και ότι ήμουν ακόμη πιο ανάξια να δεχτώ την κρίση και την παίδευση των λόγων Του. Ειδικά όταν άκουσα ότι ο Τσεν Χουά αποδείχτηκε Ιούδας και αποπέμφθηκε, σκέφτηκα ότι η Τσεν Χουά κι εγώ ήμασταν ένα και το αυτό. Ήθελα να σώσω το τομάρι μου, οπότε ξεπούλησα τα χρήματα της εκκλησίας και τον αδελφό, με αποτέλεσμα να κυνηγήσουν τον αδελφό και να μην μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι. Προκάλεσα τόσο μεγάλη καταστροφή σ’ αυτόν τον αδελφό για να προστατεύσω τον εαυτό μου. Ήμουν πραγματικά πολύ εγωίστρια, χωρίς ίχνος ανθρώπινης φύσης! Οι πράξεις μου ήταν ίδιες με αυτές του Ιούδα. Ο Θεός μπορούσε να μου κάνει τα πάντα εξαιτίας όσων είχα κάνει. Δεν θα ήταν υπερβολικό ακόμα κι αν με έστελνε στην κόλαση. Αλλά η παράβασή μου δεν είχε επηρεάσει καθόλου τη συμπεριφορά του Θεού απέναντί μου. Μου έδωσε, μάλιστα, την ευκαιρία να συνεχίσω τη ζωή μου στην εκκλησία και να κάνω το καθήκον μου. Εξαιτίας της χάρης και της ανύψωσης του Θεού, είμαι ζωντανή και μπορώ να κάνω το καθήκον μου σήμερα. Έπρεπε να είχα επιδιώξει την αλήθεια και να είχα επιλύσει τη διαφθορά μου, να είχα μετανοήσει και να είχα κάνει καλά το καθήκον μου. Όμως, εξακολουθούσε να με απασχολεί η παράβασή μου κι αυτό με έκανε να ανησυχώ για το μέλλον μου και το πεπρωμένο μου. Ζώντας σε μια κατάσταση απελπισίας και αρνητικότητας, γινόμουν όλο και πιο παθητική στην εκτέλεση του καθήκοντός μου και αυτό όχι μόνο προκάλεσε απώλειες στο έργο μου, αλλά επηρέασε και τη ζωή-είσοδό μου. Έχασα πολλές ευκαιρίες να κερδίσω την αλήθεια. Όταν διάβασα αυτό το απόσπασμα των λόγων του Θεού, ένιωσα ότι ο Θεός μου μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Θεός δεν θέλει να απελπιστούν οι άνθρωποι όταν διαπράττουν μια παράβαση. Θέλει να είναι σε θέση να ασκήσουν αυτοκριτική και να συνεχίσουν να αγωνίζονται και να αναζητούν. Δεν πρέπει κανείς να σταματήσει να επιδιώκει την αλήθεια, όσο καιρό κι αν χρειαστεί γι’ αυτό. Όταν είδα πόσο αληθινή ήταν η αγάπη του Θεού, αποφάσισα να αναζητήσω την αλήθεια και να απαλλαγώ από τα δεσμά της αρνητικής μου κατάστασης.

Αργότερα, διάβασα κάποια από τα λόγια του Θεού: «Οι άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό με σκοπό να κερδίσουν ευλογίες, ανταμοιβή, στέφανο. Αυτό δεν υπάρχει στην καρδιά καθενός; Είναι γεγονός ότι υπάρχει. Οι άνθρωποι δεν μιλούν συχνά γι’ αυτό, και μάλιστα καλύπτουν το κίνητρο και την επιθυμία τους να αποκτήσουν ευλογίες· αυτή, όμως, η επιθυμία και αυτό το κίνητρο που έχουν οι άνθρωποι στα βάθη της καρδιάς τους παρέμεναν πάντοτε ακλόνητα. Όση πνευματική θεωρία κι αν καταλαβαίνουν, όση κι αν είναι η βιωματική γνώση τους, όποιο καθήκον κι αν μπορούν να εκτελέσουν, όσα δεινά κι αν υπομένουν και όσο μεγάλο τίμημα κι αν πληρώνουν, ποτέ δεν εγκαταλείπουν το κίνητρο που κρύβεται βαθιά στην καρδιά τους για ευλογίες· μοχθούν συνεχώς σιωπηλά υπηρετώντας αυτό το κίνητρο. Αυτό δεν είναι που έχει θαφτεί πιο βαθιά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων; Πώς θα αισθανόσασταν αν δεν είχατε αυτό το κίνητρο να λάβετε ευλογίες; Με ποια στάση θα εκτελούσατε το καθήκον σας και θα ακολουθούσατε τον Θεό; Τι θα απογίνονταν οι άνθρωποι αν απαλλάσσονταν απ’ αυτό το κίνητρο για ευλογίες που είναι κρυμμένο στην καρδιά τους; Πιθανόν πολλοί να γίνονταν αρνητικοί, ενώ κάποιοι δεν θα είχαν κίνητρο να κάνουν τα καθήκοντά τους. Θα έχαναν το ενδιαφέρον τους για την πίστη τους στον Θεό, λες και είχε εξαφανιστεί η ψυχή τους. Θα φαινόταν λες και τους είχαν αρπάξει την καρδιά. Γι’ αυτό λέω ότι το κίνητρο για ευλογίες είναι κάτι που κρύβεται βαθιά στην καρδιά των ανθρώπων» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Έξι ενδείξεις ανάπτυξης στη ζωή). Είδα ότι ο Θεός φανερώνει ότι όλοι οι πιστοί στον Θεό έχουν τα δικά τους βαθύτερα κίνητρα. Όλες τους οι πράξεις αποσκοπούν στο να κερδίσουν ευλογίες και, όταν κινδυνεύει το μέλλον και το πεπρωμένο κάποιου, κι εκείνος δεν μπορεί να κερδίσει ευλογίες, νομίζει ότι δεν έχει νόημα να πιστεύει στον Θεό, ζει σε μια κατάσταση απελπισίας και δεν βάζει τα δυνατά του κατά βάθος. Αυτή είναι η λανθασμένη επιδίωξη του ανθρώπου στην πίστη του στον Θεό. Έκανα αυτοκριτική με βάση τα λόγια του Θεού: Εκείνη την εποχή, μόλις είχα αποδεχτεί αυτό το στάδιο του έργου του Θεού, οπότε δαπανούσα τον εαυτό μου και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να κερδίσω ευλογίες. Όταν με συνέλαβαν, ξεπούλησα τον αδελφό και υπέκυψα στην παράβαση γιατί φοβόμουν ότι θα υποστώ κακουχίες και θα με βασανίσουν μέχρι θανάτου. Νόμιζα ότι δεν θα είχα άλλη ευκαιρία να σωθώ, γι’ αυτό ζούσα σε κατάσταση απελπισίας και έβγαλα ετυμηγορία για τον εαυτό μου. Αφού βγήκα από τη φυλακή, ήμουν πρόθυμη να αποδεχτώ και να υποταχθώ σε οποιοδήποτε καθήκον έκανα μόνο και μόνο για να εξιλεωθώ για τις αμαρτίες μου και να κερδίσω ευλογίες. Δεν είχα μετανοήσει αληθινά. Μόλις σκεφτόμουν ότι δεν θα μπορούσα να σωθώ και ότι δεν θα κέρδιζα ευλογίες, απογοητευόμουν τόσο πολύ που δεν είχα διάθεση να κάνω το καθήκον μου. Κατάλαβα ότι έκανα το καθήκον μου για να κερδίσω ευλογίες, ότι έκανα συναλλαγή με τον Θεό. Ήμουν ακριβώς όπως ο Παύλος. Κάποτε, ο Παύλος έκανε τα πάντα για να αντισταθεί στον Κύριο Ιησού, αιχμαλώτιζε και δίωκε τους μαθητές του Κυρίου ώσπου στο τέλος, τον χτύπησε ένα λαμπερό φως. Εκείνη τη στιγμή, απλώς παραδέχτηκε τις αμαρτίες του και αργότερα, όταν κήρυττε το ευαγγέλιο για τον Κύριο, το έκανε κι αυτό για να εξιλεωθεί. Καμία από αυτές τις πράξεις δεν έδειχναν αληθινή μετάνοια και αλλαγή. Δεν γνώριζε την ουσία της αντίστασής του στον Θεό και, όταν το έργο του παρήγαγε κάποια αποτελέσματα, νόμιζε ότι είχε κεφάλαιο, σε σημείο που έκανε ανοιχτά συναλλαγή με τον Θεό και Του είπε: «Του λοιπού μένει εις εμέ ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Προς Τιμόθεον Β΄ 4:8). Προσέβαλε τη διάθεση του Θεού και ο Θεός τον καταράστηκε και τον τιμώρησε. Καθώς σκεφτόμουν τα λόγια του Θεού, μισούσα ακόμα περισσότερο τον εαυτό μου. Είχα κάνει τόσο μεγάλο κακό και εξακολουθούσα να κάνω συναλλαγή με τον Θεό. Δεν είχα καθόλου λογική! Ακόμα κι αν δεν είχα καλή έκβαση και προορισμό στο μέλλον, θα ήταν δίκαιο έργο του Θεού. Θα είχε προκληθεί από τη δική μου μοχθηρή πράξη και προδοσία του Θεού. Το μονοπάτι στο οποίο είχα βαδίσει μου είχε προκαλέσει τις φουσκάλες στα πόδια μου. Όπως έστρωσα, έτσι θα κοιμόμουν. Όποια και αν είναι η έκβασή μου, θα πρέπει να συμπεριφερθώ ως δημιουργημένο ον και να κάνω καλά το καθήκον μου. Αυτήν τη λογική και πρακτική πρέπει να έχω. Προσήλθα ενώπιον του Θεού και προσευχήθηκα σ’ Αυτόν: «Θεέ μου! Πίστευα σε Σένα για να κερδίσω ευλογίες και ανταμοιβές, και στην εγκατάλειψη και τη δαπάνη έκανα συναλλαγή μαζί Σου. Δεν έχω καθόλου λογική! Αν κάποιος είχε σκύλο, ο σκύλος θα ανταπέδιδε τη χάρη στον ιδιοκτήτη του και θα του φύλαγε το σπίτι. Εγώ τι έκανα; Με πότιζες και μου πρόσφερες τόσες αλήθειες, κι έδειξες έλεος και ανοχή σε μένα, αλλά εγώ έκανα συναλλαγή μαζί Σου. Όταν σκέφτηκα ότι μπορεί να μην είχα καλό προορισμό, δεν ήθελα να κάνω επιμελώς το καθήκον μου. Είμαι χειρότερη κι από σκύλο! Θεέ μου, είμαι πρόθυμη να μετανοήσω. Όποια και αν είναι η έκβασή μου στο μέλλον, θα κάνω πιστά το καθήκον μου και δεν θα πιστεύω πλέον σε Σένα για να κερδίσω ευλογίες».

Μετά από αυτό, διάβασα περισσότερα από τα λόγια του Θεού που μου πρόσφεραν κάποια γνώση της δίκαιης διάθεσής Του. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν κάνει παραβάσεις και έχουν κηλιδωθεί με συγκεκριμένους τρόπους. Για παράδειγμα, κάποιοι έχουν αντισταθεί στον Θεό και έχουν πει βλάσφημα πράγματα. Κάποιοι έχουν απορρίψει την ανάθεση από τον Θεό και δεν έκαναν το καθήκον τους· έτσι, ο Θεός τούς αποστράφηκε και τους απέρριψε. Κάποιοι πρόδωσαν τον Θεό όταν βρέθηκαν σε πειρασμούς. Κάποιοι πρόδωσαν τον Θεό υπογράφοντας όταν τους συνέλαβαν τα “Τρία Γράμματα”. Κάποιοι έκλεψαν προσφορές. Κάποιοι κατασπατάλησαν προσφορές. Κάποιοι έχουν διαταράξει επανειλημμένα την εκκλησιαστική ζωή και έχουν κάνει κακό στους εκλεκτούς του Θεού. Κάποιοι έφτιαξαν κλίκες και κακομεταχειρίστηκαν άλλους, προκαλώντας χάος στην εκκλησία. Κάποιοι έχουν διαδώσει συχνά αντιλήψεις και θάνατο, κι έτσι έχουν βλάψει τους αδερφούς και τις αδερφές τους. Και κάποιοι είχαν περιστασιακές σεξουαλικές επαφές και έκαναν ακολασίες, κι έτσι έγιναν πολύ κακή επιρροή. Περιττό να πει κανείς ότι όλοι έχουν τις παραβάσεις τους και τα μελανά τους σημεία. Ωστόσο, ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να αποδεχτούν την αλήθεια και να μετανοήσουν, ενώ άλλοι δεν μπορούν, και προτού μετανοήσουν, θα πέθαιναν. Οπότε, οι άνθρωποι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τη φύση-ουσία τους και τη σταθερή συμπεριφορά τους. Όσοι μπορούν να μετανοήσουν είναι αυτοί που πιστεύουν πραγματικά στον Θεό. Από την άλλη, όσον αφορά τους πραγματικά αμετανόητους, αυτοί που θα έπρεπε να αποπεμφθούν και να αποβληθούν, θα αποπεμφθούν και θα αποβληθούν. […] Το πώς χειρίζεται ο Θεός κάθε άνθρωπο βασίζεται στην τρέχουσα κατάσταση και το υπόβαθρο αυτού του ανθρώπου τη συγκεκριμένη στιγμή, όπως και στις πράξεις, τη συμπεριφορά και τη φύση-ουσία αυτού του ανθρώπου. Ο Θεός δεν πρόκειται να αδικήσει ποτέ κανέναν. Αυτή είναι μία πλευρά της δικαιοσύνης Του. […] Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κάποιον ο Θεός δεν είναι τόσο απλός όσο φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο Θεός, όταν η στάση Του απέναντι σε κάποιον είναι στάση αποστροφής ή απέχθειας, ή όταν αφορά το τι λέει αυτό ο άνθρωπος σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, καταλαβαίνει καλά την κατάστασή του. Και αυτό γιατί ο Θεός εξετάζει σχολαστικά την καρδιά και την ουσία του ανθρώπου. Οι άνθρωποι πιστεύουν πάντα: “Ο Θεός έχει μόνο τη θεϊκή φύση Του. Είναι δίκαιος και δεν ανέχεται καμία προσβολή από τον άνθρωπο. Δεν σκέφτεται τις δυσκολίες του ανθρώπου και δεν μπαίνει στη θέση του. Εάν ένας άνθρωπος αντισταθεί στον Θεό, Αυτός θα τον τιμωρήσει”. Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Εάν έτσι αντιλαμβάνεται κάποιος τη δικαιοσύνη του Θεού, το έργο Του και το πώς μεταχειρίζεται τους ανθρώπους, κάνει μεγάλο λάθος. Ο Θεός δεν καθορίζει την πορεία του καθενός με βάση τις αντιλήψεις και τις φαντασιοκοπίες του ανθρώπου, αλλά με βάση τη δίκαιη διάθεσή Του. Θα ξεπληρώσει τον κάθε άνθρωπο ανάλογα με το τι έχει κάνει. Ο Θεός είναι δίκαιος, και αργά ή γρήγορα, θα φροντίσει να πειστούν όλοι οι άνθρωποι, χωρίς εξαιρέσεις» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μέρος τρίτο). Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι ο Θεός έχει αρχές στη συμπεριφορά Του προς τον άνθρωπο. Δεν καθορίζει την έκβαση των ανθρώπων βασιζόμενος σε μια στιγμή παράβασης, αλλά περισσότερο με βάση τις συνθήκες και τη φύση των πράξεων των ανθρώπων και αν κάποιος είναι σε θέση να αποδεχθεί την αλήθεια και να μετανοήσει πραγματικά. Αυτή είναι η δικαιοσύνη του Θεού. Καθώς το σκεφτόμουν αυτό, ξαφνικά είδα το φως. Είδα ότι ο Θεός δεν αντιμετώπιζε τους ανθρώπους μόνο με δικαιοσύνη, αλλά και με έλεος. Ο Θεός δεν αντιμετώπιζε όλους τους ανθρώπους με την ίδια προσέγγιση. Σκέφτηκα την εποχή που πρόδωσα τον Θεό επειδή η σάρκα μου ήταν αδύναμη, τότε που πίστευα ότι αφού είχα κάνει κάτι τέτοιο, θα με καταδίκαζαν και θα με απέκλειαν, και είτε μετανοούσα είτε όχι, δεν υπήρχε τρόπος να σωθώ. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχα κατανοήσει τη δίκαιη διάθεση του Θεού. Όπως η Τσεν Χουά, και εγώ ξεπούλησα τα συμφέροντα του οίκου του Θεού. Η εκκλησία μου έδωσε άλλη μια ευκαιρία να κάνω το καθήκον μου και βασίστηκε κυρίως στις συνθήκες και τη φύση της προδοσίας μου, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεπή συμπεριφορά μου κατά την εκτέλεση του καθήκοντός μου. Η αστυνομία με βασάνιζε τότε επτά μέρες και νύχτες και το σώμα μου δεν άντεχε άλλο. Δεν διέκρινα το πονηρό σχέδιο του Σατανά και σε μια στιγμή αδυναμίας πρόδωσα τον Θεό. Η πράξη μου δεν προκάλεσε μεγάλες απώλειες και έπειτα μετανόησα και απεχθανόμουν τον εαυτό μου. Θεωρήθηκε σοβαρή παράβαση και ο οίκος του Θεού μου έδωσε την ευκαιρία να μετανοήσω. Παρεμπιπτόντως, αφού συνέλαβε τη Τσεν Χουά, η αστυνομία της είχε μόλις κάνει μερικές ερωτήσεις όταν εκείνη υπέκυψε στη βίαιη δύναμη του μεγάλου κόκκινου δράκοντα και ξεπούλησε πολλούς επικεφαλής, εργαζόμενους και οικογένειες που φύλαγαν τα βιβλία, με αποτέλεσμα να συλληφθούν πολλοί αδελφοί και αδελφές και να προκληθούν τεράστιες απώλειες στο έργο της εκκλησίας. Η παράβαση της Τσεν Χουά δεν ήταν μια στιγμή αδυναμίας. Αυτή είχε την ουσία ενός Ιούδα. Η εκκλησία την απέπεμψε με βάση τη φύση των πράξεών της και τις συνέπειες που επέφεραν. Αυτή ήταν εξ ολοκλήρου η δικαιοσύνη του Θεού. Αφού κατανόησα αυτό, είχα κάποια γνώση της δίκαιης διάθεσης του Θεού και είδα ότι η διάθεσή Του ήταν όμορφη και καλή. Ωστόσο, είχα αντιμετωπίσει με επιφυλακτικότητα και αμφιβολία τον Θεό και τώρα ένιωθα ακόμα περισσότερο ότι Του χρωστούσα. Αποφάσισα να μετανοήσω και να αλλάξω, κι αν ποτέ με συλλάμβαναν και με δίωκαν ξανά, όσο κι αν πονούσε η σάρκα μου και ακόμα κι αν πέθαινα, θα έμενα ακλόνητη στη μαρτυρία μου για τον Θεό και θα εξευτέλιζα τον Σατανά, χωρίς να προδώσω ξανά τον Θεό.

Αργότερα, διάβασα ένα άλλο απόσπασμα των λόγων του Θεού και έμαθα πώς πρέπει να αντιμετωπίσω την παράβασή μου. Ο Παντοδύναμος Θεός λέει: «Και πώς μπορείς να λάβεις άφεση αμαρτιών και συγχώρεση από τον Θεό; Αυτό εξαρτάται από την καρδιά σου. Αν εξομολογηθείς ειλικρινά, αναγνωρίσεις πραγματικά το λάθος σου και το πρόβλημά σου και, είτε πρόκειται για παράβαση είτε για αμαρτία, αναγνωρίσεις αυτό που έκανες, υιοθετήσεις μια στάση αληθινής εξομολόγησης, νιώσεις πραγματικό μίσος για αυτό που έκανες, αλλάξεις πραγματικά και δεν κάνεις ποτέ ξανά εκείνο το λάθος, τότε θα έρθει τελικά η μέρα που θα λάβεις άφεση αμαρτιών και συγχώρεση από τον Θεό· δηλαδή, ο Θεός δεν θα καθορίζει πια την έκβασή σου με βάση τα πράγματα που έχεις κάνει από άγνοια, ούτε με βάση τις ανόητες και αισχρές πράξεις που έκανες παλιά. […] Άλλοι ρωτούν: “Πόσες φορές πρέπει να προσευχηθώ για να είμαι σίγουρος πως ο Θεός με έχει συγχωρήσει;” Όταν δεν νιώθεις πια ένοχος γι’ αυτό το ζήτημα και δεν βυθίζεσαι πια σε αποκαρδίωση εξαιτίας του, τότε θα έχεις πετύχει αποτελέσματα. Αυτό θα αποδείξει πως ο Θεός σού έχει δώσει άφεση αμαρτιών. Όταν δεν μπορεί να σε αναστατώσει κανένας άνθρωπος, καμία εξουσία και καμία εξωτερική δύναμη, και όταν δεν σε περιορίζει κανένας άνθρωπος, γεγονός ή πράγμα, τότε θα έχεις πετύχει αποτελέσματα. Αυτό είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνεις. Το δεύτερο είναι πως, καθώς ικετεύεις διαρκώς τον Θεό για άφεση αμαρτιών, θα πρέπει ταυτόχρονα να αναζητάς ενεργά τις αρχές που οφείλεις να ακολουθείς ενώ κάνεις το καθήκον σου. Μόνο αν το κάνεις αυτό θα είσαι σε θέση να κάνεις καλά το καθήκον σου. Φυσικά, αυτό αποτελεί επίσης μια πρακτική ενέργεια και μια πρακτική εκδήλωση και στάση που επανορθώνουν για την παράβασή σου και που αποδεικνύουν πως έχεις μετανοήσει και αλλάξει· είναι κάτι που οφείλεις να κάνεις. Πόσο καλά εκτελείς το καθήκον σου, την αποστολή που σου δίνει ο Θεός; Το προσεγγίζεις με μια στάση αποκαρδίωσης ή σύμφωνα με τις αρχές που απαιτεί ο Θεός να ακολουθείς; Δείχνεις αφοσίωση σ’ αυτό; Τι έχει δει ο Θεός ώστε να σου δώσει άφεση αμαρτιών; Έχεις εκφράσει κάποια μετάνοια; Τι δείχνεις στον Θεό; Αν επιθυμείς να λάβεις άφεση αμαρτιών από τον Θεό, τότε πρέπει καταρχάς να είσαι ειλικρινής: Πρέπει, αφενός, να είσαι ειλικρινής όταν εξομολογείσαι και, αφετέρου, να δείχνεις ειλικρίνεια και να κάνεις καλά το καθήκον σου. Διαφορετικά, δεν έχουμε να πούμε τίποτα απολύτως. Αν μπορέσεις να κάνεις αυτά τα δύο πράγματα και συγκινήσεις τον Θεό με την ειλικρίνεια και την καλή σου πίστη, ώστε να σου δώσει άφεση αμαρτιών, τότε θα είσαι ίδιος ακριβώς με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ο Θεός θα σε κοιτάζει όπως κοιτάζει τους άλλους, θα σου φέρεται όπως φέρεται στους άλλους και θα σε κρίνει, θα σε παιδεύει, θα σε δοκιμάζει και θα σε εξευγενίζει όπως ακριβώς κάνει στους άλλους ανθρώπους· δεν θα έχεις διαφορετική μεταχείριση. Όχι μόνο θα έχεις, λοιπόν, την αποφασιστικότητα και την επιθυμία να επιδιώκεις την αλήθεια, αλλά ο Θεός θα σε διαφωτίζει και θα σε καθοδηγεί με τον ίδιο τρόπο και θα σου προσφέρει τις ίδιες παροχές καθώς επιδιώκεις την αλήθεια. Φυσικά, επειδή θα το θέλεις πλέον ειλικρινά και αληθινά και η στάση σου θα είναι ένθερμη, ο Θεός δεν θα σου φέρεται διαφορετικά από οποιονδήποτε άλλο, και θα έχεις κι εσύ την ευκαιρία να σωθείς, όπως και οι υπόλοιποι. Το καταλαβαίνεις αυτό, σωστά; (Ναι.)» [«Ο Λόγος», τόμ. 6: «Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας», Πώς να επιδιώκει κανείς την αλήθεια (2)]. Καθώς σκεφτόμουν τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι όποιες παραβάσεις κι αν έχει διαπράξει κάποιος στο παρελθόν, αυτό που θέλει ο Θεός είναι η αληθινή μετάνοια και αλλαγή του. Αν κάποιος κάνει λάθος, πρέπει να προσέλθει ενώπιον του Θεού και να παραδεχτεί ειλικρινά τις αμαρτίες του. Έπειτα, πρέπει να συνεχίσει το καθήκον του, να το κάνει με αφοσίωση και να επανορθώσει εμπράκτως για τις παραβάσεις του. Όπως ακριβώς ο Δαβίδ, στον οποίο ο Θεός έστειλε έναν προφήτη για να του μιλήσει εκ μέρους Του, γιατί διέπραξε μοιχεία όταν κοιμήθηκε με τη γυναίκα του Ουρία. Ο Δαβίδ ήξερε ότι είχε διαπράξει αμαρτία, το παραδέχτηκε και έδειξε μεταμέλεια στον Θεό. Έκλαψε τόσο πολύ που το κρεβάτι στο δωμάτιό του επέπλεε και όταν γέρασε, δεν άγγιζε καν την παρθένα που ζέσταινε τις κουβέρτες του. Επιπλέον, όχι μόνο μετάνιωσε πικρά, αλλά επίσης συνέχισε έμπρακτα το καθήκον του, χτίζοντας έναν ιερό ναό και κάνοντας τους Ισραηλίτες να λατρεύουν τον Ιεχωβά Θεό. Ο Δαβίδ δεν κράτησε στάση απελπισίας απέναντι στην παράβασή του, αλλά απεναντίας, ήταν θετικός και κράτησε στάση προόδου. Μετανόησε και άλλαξε αληθινά. Υπήρχε και ο Πέτρος, ο οποίος αρνήθηκε τον Κύριο τρεις φορές και έχασε τη μαρτυρία του. Ούτε ο Πέτρος κράτησε στάση απελπισίας. Αντί αυτού, παραδέχτηκε με ειλικρίνεια τις παραβάσεις του ενώπιον του Θεού και μετανόησε αληθινά. Στο τέλος, σταυρώθηκε σε ανάποδο σταυρό για τον Κύριο ως μαρτυρία της αγάπης του για τον Θεό. Έπρεπε να ακολουθήσω το παράδειγμα του Δαβίδ και του Πέτρου, να αντιμετωπίσω θετικά την παράβασή μου και να βγω από την κατάσταση απελπισίας, επιδιώκοντας αληθινή μετάνοια και αλλαγή ενώπιον του Θεού. Αυτήν την πρακτική και στάση πρέπει να έχω.

Αργότερα, αναλογίστηκα γιατί πρόδωσα τον Θεό όταν με συνέλαβαν τότε. Το έκανα επειδή ανησυχούσα υπερβολικά για τη σάρκα μου και αγαπούσα υπερβολικά τη ζωή μου. Σκέφτηκα αυτό που είπε ο Κύριος Ιησούς: «Διότι όστις θέλει να σώση την ζωήν αυτού, θέλει απολέσει αυτήν· και όστις απολέση την ζωήν αυτού ένεκεν ομού, ούτος θέλει σώσει αυτήν» (Κατά Λουκάν 9:24). Στην πραγματικότητα, ο Θεός ενορχηστρώνει και αποφασίζει αν θα ζήσω ή θα πεθάνω. Ακόμα κι αν είχα διωχθεί από την αστυνομία μέχρι θανάτου, ο θάνατός μου θα είχε αξία και νόημα, αρκεί να μπορούσα να μείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου για τον Θεό. Όμως εγώ είχα προδώσει τον Θεό και παρόλο που δεν υπέφερε η σάρκα μου, έπρεπε να υπομείνω τον πόνο της καρδιάς μου. Κάθε φορά που σκεφτόμουν πώς ξεπούλησα τον αδελφό και τα χρήματα της εκκλησίας ένιωθα πόνο σαν να μου κάρφωναν μαχαίρι την καρδιά μου. Ο ατελείωτος πόνος είχε γίνει το μόνιμο στίγμα μου. Στην πραγματικότητα, ο σαρκικός πόνος είναι προσωρινός και περνάει αν τον αντέξεις, αλλά ο πόνος της καρδιάς διαρκεί για πάντα. Προστάτευσα τη σάρκα μου, αλλά έχασα την ηρεμία και τη χαρά μου. Ζούσα σαν ζωντανή νεκρή. Σκεφτόμουν εκείνους τους αδελφούς και τις αδελφές στη φυλακή που είχαν μείνει ακλόνητοι στη μαρτυρία τους. Η σάρκα τους υπέφερε πολύ και μερικοί μάλιστα, ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από την αστυνομία, πέθαναν, όμως, για τη δικαιοσύνη. Ένας τέτοιος θάνατος έχει αξία και νόημα, και ο Θεός τον εγκρίνει και τον θυμάται. Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε κι άλλος ένας λόγος γιατί ξεπούλησα την εκκλησία. Δεν διέκρινα το πονηρό σχέδιο της αστυνομίας. Όταν τούς άκουσα να λένε ότι είχαν βρει τα χρήματα της εκκλησίας, σκέφτηκα ότι αφού τα είχαν ήδη κατασχέσει, δεν είχε σημασία αν έλεγα κάτι ή όχι. Αν μιλούσα, δεν θα με βασάνιζαν πια. Ως αποτέλεσμα, έχασα τη μαρτυρία μου. Στην πραγματικότητα, έπρεπε να είχα κρατήσει το στόμα μου κλειστό είτε είχαν βρει τα χρήματα της εκκλησίας είτε όχι. Αυτό που ήθελε ο Θεός ήταν η αφοσίωση και η μαρτυρία μου. Αφού βρήκα την αιτία της αποτυχίας μου, πήρα μια απόφαση: Στο μέλλον, αν με συλλάμβαναν ξανά, δεν θα αποκάλυπτα τα συμφέροντα της εκκλησίας, ακόμη και αν αυτό μου στοίχιζε τη ζωή. Καθώς σκεφτόμουν τα τελευταία αυτά χρόνια, συνειδητοποίησα ότι πάντα απέφευγα αυτό το πρόβλημα. Δεν ήθελα να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα και να επιλύσω το πρόβλημά μου. Παρόλο που μισούσα τον εαυτό μου, ποτέ δεν τον γνώρισα πραγματικά. Δεν είχα βγει από την απελπισία μου. Υπό την καθοδήγηση των λόγων του Θεού, απέκλεισα τελικά την αποξένωση και την παρανόηση που υπήρχε ανάμεσα στον Θεό και σ’ εμένα. Πλέον ο Θεός με είχε τιμήσει και μου είχε αναθέσει το καθήκον να ποτίζω τους νεοφερμένους και έπρεπε να εκτελώ το έργο ποτίσματος σύμφωνα με τις αρχές, να καθοδηγήσω τους αδελφούς και τις αδελφές μου να κατανοήσουν την αλήθεια, να ριζώσω στην αληθινή οδό και να κάνω καλές πράξεις. Πλέον μπορούσα να αντιμετωπίσω σωστά την παράβασή μου και δεν παρανοούσα πια ούτε φυλαγόμουν από τον Θεό. Επίσης, μιλούσα ανοιχτά και συναστρεφόμουν για αυτήν την εμπειρία αποτυχίας με τους αδελφούς και τις αδελφές, και κατέθετα μαρτυρία για τη δίκαιη διάθεση του Θεού. Όταν μαζευόμασταν σε μικρές ομάδες, συναστρεφόμουν ενεργά και όταν αντιμετώπιζα προβλήματα και δυσκολίες στο καθήκον μου, μπορούσα να αναζητώ συνειδητά την αλήθεια και να κάνω αυτοκριτική. Μετά από κάποιο διάστημα άσκησης άλλαξα εμφανώς την κατάστασή μου και ο Θεός με καθοδηγούσε στην εκτέλεση του καθήκοντός μου. Όταν είδα ότι ο Θεός δεν με είχε εγκαταλείψει λόγω της παράβασής μου και εξακολουθούσε να με οδηγεί και να με καθοδηγεί, συνειδητοποίησα ότι το να κάνει κανείς παράβαση δεν ήταν το πιο τρομακτικό πράγμα που μπορούσε να συμβεί. Αν κάποιος μετανοήσει ειλικρινά και είναι σε θέση να κάνει πράξη την αλήθεια σύμφωνα με τις αρχές, μπορεί να αποκτήσει το έλεος και την καθοδήγηση του Θεού. Όπως λέει ο Θεός: «Δεν σπανίζει το έλεος και η ανεκτικότητα του Θεού, όμως σπανίζει η αληθινή μετάνοια του ανθρώπου» («Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Ο ίδιος ο Θεός, ο μοναδικός Β΄). Η καθοδήγηση του Θεού μου δίνει τη δυνατότητα να έχω αυτήν τη γνώση και αυτές τις προσωπικές εμπειρίες! Δόξα σοι ο Θεός!

Προηγούμενο:  23. Σκέψεις σχετικά με την άρνηση επίβλεψης

Επόμενο:  25. Τα λόγια του Θεού μού έδειξαν μια κατεύθυνση στη ζωή

Σχετικό περιεχόμενο

29. Η μετάνοια ενός αξιωματικού

Από τον Ζενξίν, ΚίναΟ Παντοδύναμος Θεός λέει: «Από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι σήμερα, όλα όσα έχει κάνει ο Θεός στο έργο Του είναι...

27. Ξανασμίγοντας με τον Κύριο

Από τον Ζιαντίνγκ, Ηνωμένες ΠολιτείεςΕίμαι γόνος καθολικής οικογένειας και, από νεαρή ηλικία, η μητέρα μου μου έμαθε να διαβάζω τη Βίβλο....

Η εμφάνιση και το έργο του Θεού Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Εκθέτοντας τους αντίχριστους Οι ευθύνες των επικεφαλής και των εργατών Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Σχετικά με την επιδίωξη της αλήθειας Η Κρίση ξεκινά από τον Οίκο του Θεού Ουσιώδη Λόγια του Παντοδύναμου Θεού, του Χριστού των Εσχάτων Ημερών Καθημερινά λόγια του Θεού Οι αλήθεια-πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να εισέλθουν οι πιστοί στον Θεό Ακολουθήστε τον Αμνό και τραγουδήστε νέα τραγούδια Οδηγίες για τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας Τα πρόβατα του Θεού ακούν τη φωνή του Θεού Άκου τη Φωνή του Θεού Ιδού ο Θεός Εμφανίστηκε Κλασικές Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Ευαγγέλιο της Βασιλείας Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Α΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Β΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Γ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Δ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ε΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος ΣΤ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Ζ΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Η΄) Βιωματικές Μαρτυρίες Ενώπιον του Βήματος της Κρίσης του Χριστού (Τόμος Θ΄) Πώς Στράφηκα στον Παντοδύναμο Θεό

Ρυθμίσεις

  • Κείμενο
  • Θέματα

Συμπαγή χρώματα

Θέματα

Γραμματοσειρά

Μέγεθος γραμματοσειράς

Διάστημα γραμμής

Διάστημα γραμμής

Πλάτος σελίδας

Περιεχόμενα

Αναζήτηση

  • Αναζήτηση σε αυτό το κείμενο
  • Αναζήτηση σε αυτό το βιβλίο

Connect with us on Messenger