81. Στα καθήκοντα, δεν υπάρχει διάκριση θέσης ή βαθμίδας
Το 2023, οι επικεφαλής κανόνισαν να κηρύττω το ευαγγέλιο, επειδή το επίπεδό μου ήταν χαμηλό και αποδείχτηκα ανίκανος για τα κειμενικά καθήκοντα. Την περίοδο εκείνη, ένιωθα βαθιά ντροπιασμένος. Σκεφτόμουν: «Όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές μου ξέρουν ότι απαλλάχθηκα από τα καθήκοντά μου λόγω του χαμηλού μου επιπέδου. Τι θα σκεφτούν για μένα;» Ένιωθα χάλια μέσα μου. Μια μέρα, επιστρέφοντας από το κήρυγμα του ευαγγελίου, έλαβα μια επιστολή από τους επικεφαλής. Έλεγαν ότι τους έλειπαν άτομα και ήθελαν να επιστρέψω στο μέρος όπου έκανα αρχικά το καθήκον μου. Χάρηκα πολύ που το είδα αυτό και σκέφτηκα: «Τώρα μπορώ να κάνω ξανά κειμενικά καθήκοντα!» Όταν όμως συνέχισα να διαβάζω, αποθαρρύνθηκα αμέσως. Αποδείχθηκε ότι οι επικεφαλής ήθελαν να πάω εκεί για να κάνω το καθήκον φιλοξενίας. Η καρδιά μου πάγωσε. Σκέφτηκα μέσα μου: «Όλα τέλειωσαν. Αυτό το καθήκον το κάνουν πάντα οι μεγαλύτεροι αδελφοί και αδελφές. Πώς κατάντησα έτσι; Να μαγειρεύω για τους άλλους; Είναι τόσο εξευτελιστικό! Τι ντροπή! Εξάλλου, στο παρελθόν έκανα κειμενικά καθήκοντα, αλλά τώρα, εν ριπή οφθαλμού, κάνω το καθήκον φιλοξενίας. Πώς θα μπορέσω να κοιτάξω στα μάτια τους αδελφούς με τους οποίους συνεργαζόμουν; Υπήρξα επικεφαλής και έκανα κειμενικά καθήκοντα, και οι αδελφοί και οι αδελφές στην πατρίδα μου με θεωρούν όλοι ταλαντούχο. Τι θα σκεφτούν για μένα αν μάθουν ότι τώρα μαγειρεύω και κάνω το καθήκον φιλοξενίας μακριά από το σπίτι; Θα ρεζιλευτώ τελείως!» Αυτή η σκέψη με έκανε να νιώσω μεγάλη αντίσταση και δεν ήθελα να αποδεχτώ αυτό το καθήκον. Ωστόσο, συμφώνησα απρόθυμα, επειδή ανησυχούσα ότι οι επικεφαλής θα έλεγαν ότι δεν ήμουν υπάκουος.
Όταν έφτασα στο σπίτι φιλοξενίας, δυσκολευόμουν λίγο να κοιτάξω στα μάτια τους αδελφούς που γνώριζα από παλιά· ένιωθα κατώτερος. Για να αποφύγω την αμηχανία, προσπαθούσα να μένω μόνος στο δωμάτιό μου όσο το δυνατόν περισσότερο και να ελαχιστοποιώ την επαφή μαζί τους. Όταν τους έβλεπα να πηγαίνουν να κάνουν τα καθήκοντά τους αφού έτρωγαν, ενώ εγώ ήμουν απασχολημένος με το πλύσιμο των πιάτων και το σκούπισμα των τραπεζιών και του πατώματος, εκεί που δούλευα, άρχιζα να νιώθω εκνευρισμό. Ένιωθα σαν παραδουλεύτρα. Μερικές φορές, πετούσα τη σκούπα στην άκρη και έκανα δυο μέρες να καθαρίσω, ενώ κάποιες φορές, με βοηθούσαν στο καθάρισμα οι αδελφοί μου. Ένας αδελφός είχε προβλήματα υγείας και δεν μπορούσε να φάει πολύ πικάντικο φαγητό, και μου υπενθύμισε πολλές φορές να μην κάνω το φαγητό πολύ πικάντικο. Ωστόσο, δεν μπορούσα να το αποδεχτώ αυτό όπως έπρεπε και πίστευα ότι μου φέρονταν σαν να ήμουν υπηρέτης, οπότε πείσμωσα. Όταν μαγείρευα, δεν έβαζα ούτε μία πιπεριά τσίλι και άφηνα τα τσίλι να χαλάσουν αντί να τα φάω, για να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου. Βλέποντας τη στάση μου, οι αδελφοί και οι αδελφές μου σταμάτησαν να το αναφέρουν. Στη συνέχεια, ένιωθα τύψεις και ήξερα ότι δεν έπρεπε να το είχα κάνει αυτό, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να ελέγξω τον εαυτό μου. Γινόμουν ολοένα και πιο ανεύθυνος στα καθήκοντά μου, και είτε έφτιαχνα πάρα πολύ φαγητό είτε πολύ λίγο. Δεν ρωτούσα αν οι αδελφοί μου είχαν αρκετό φαγητό να φάνε και συνεχώς ένιωθα την ανάγκη να αποφύγω αυτό το καθήκον. Ωστόσο, φοβόμουν ότι οι αδελφοί και οι αδελφές μου θα έλεγαν ότι δεν υποτασσόμουν στο περιβάλλον που είχε διευθετήσει ο Θεός, κι έτσι δεν τολμούσα να το αναφέρω. Ωστόσο, πονούσε η καρδιά μου κάθε φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με κατσαρόλες και τηγάνια, πλύσιμο και ξέβγαλμα. Σκέφτηκα: «Αυτό το καθήκον το κάνουν πάντα οι μεγαλύτεροι αδελφοί και αδελφές. Αν οι αδελφοί και οι αδελφές που με ξέρουν μάθουν ότι είμαι μάγειρας, ποιος θα με έχει πια σε εκτίμηση;» Αυτές οι σκέψεις μού προκαλούσαν ένα αποπνικτικό αίσθημα αγανάκτησης και δυσφορίας. Συνειδητοποίησα ότι η κατάστασή μου ήταν λανθασμένη και προσευχήθηκα στον Θεό μέσα από την καρδιά μου: «Αχ Θεέ μου, ξέρω ότι σ’ αυτό το περιβάλλον που μου έτυχε βρίσκεται η πρόθεσή Σου. Σε ικετεύω, οδήγησέ με στην υποταγή!»
Στη συνέχεια, έκανα αυτοκριτική: «Γιατί δεν θέλω ποτέ να κάνω το καθήκον φιλοξενίας;» Μια μέρα, κατά τη διάρκεια της πνευματικής μου άσκησης, διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού που ήταν πολύ σχετικό με την κατάστασή μου. Ο Θεός λέει: «Η λατρεία των αντίχριστων για τη φήμη και τη θέση τους ξεπερνά αυτήν των κανονικών ανθρώπων και είναι κάτι που εμπεριέχεται στη διάθεση-ουσία τους· δεν είναι κάποιο προσωρινό ενδιαφέρον ούτε η παροδική συνέπεια του περιβάλλοντός τους —είναι κάτι που βρίσκεται μέσα στη ζωή τους, στα κόκαλά τους, άρα είναι η ουσία τους. Αυτό σημαίνει πως σε ό,τι κάνουν οι αντίχριστοι, το πρώτο πράγμα που τους ενδιαφέρει είναι η δική τους φήμη και θέση, τίποτε άλλο. Για τους αντίχριστους, η φήμη και η θέση είναι η ζωή τους και ο ισόβιος στόχος τους. Ό,τι κι αν κάνουν, το πρώτο πράγμα που σκέφτονται είναι το εξής: “Τι θα συμβεί στη θέση μου; Στη φήμη μου; Αν το κάνω αυτό, θα αποκτήσω καλή φήμη; Θα εξυψώσει αυτό τη θέση μου στο μυαλό των ανθρώπων;” Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτονται, πράγμα που αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι έχουν τη διάθεση και την ουσία των αντίχριστων· γι’ αυτό σκέφτονται τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να πει κανείς πως για τους αντίχριστους η φήμη και η θέση δεν αποτελούν κάποια επιπλέον απαίτηση ούτε, βέβαια, πράγματα εξωτερικά και όχι απαραίτητα γι’ αυτούς. Αποτελούν μέρος της φύσης των αντίχριστων, βρίσκονται στα κόκαλά τους, στο αίμα τους, τα έχουν έμφυτα. Οι αντίχριστοι δεν αδιαφορούν για το αν έχουν φήμη και θέση· δεν είναι αυτή η στάση τους. Τότε, ποια είναι η στάση τους; Η φήμη και η θέση είναι στενά συνδεδεμένες με την καθημερινότητά τους, με την καθημερινή κατάστασή τους, με όσα επιδιώκουν σε καθημερινή βάση. […] Μπορεί να ειπωθεί πως στην καρδιά των αντίχριστων, η επιδίωξη της αλήθειας κατά την πίστη τους στον Θεό είναι η επιδίωξη της φήμης και της θέσης, και η επιδίωξη της φήμης και της θέσης είναι επίσης η επιδίωξη της αλήθειας· το να κερδίσει κανείς φήμη και θέση σημαίνει να κερδίσει την αλήθεια και ζωή. Αν νιώθουν ότι δεν έχουν φήμη, κέρδος ή θέση, ότι κανείς δεν τους θαυμάζει, δεν τους εκτιμά ούτε τους ακολουθεί, τότε απογοητεύονται πολύ, πιστεύουν ότι δεν υπάρχει λόγος ούτε αξία να πιστεύουν στον Θεό, και λένε στον εαυτό τους: “Μια τέτοια πίστη στον θεό είναι αποτυχία; Δεν έχω χάσει κάθε ελπίδα;” Συχνά υπολογίζουν τέτοια πράγματα μέσα τους. Υπολογίζουν πώς μπορούν να βρουν μια θέση στον οίκο του Θεού, πώς θα αποκτήσουν μια καλή φήμη στην εκκλησία, πώς μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να τους ακούνε όταν μιλάνε και να τους υποστηρίζουν όταν ενεργούν, πώς να τους κάνουν να τους ακολουθούν όπου κι αν είναι και πώς η δική τους φωνή μπορεί να ασκεί επιρροή στην εκκλησία και οι ίδιοι να έχουν φήμη, κέρδος και θέση· σε αυτά τα πράγματα εστιάζουν κατά βάθος. Αυτά επιδιώκουν τέτοιοι άνθρωποι» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο ένατο (Μέρος τρίτο)]. Ο Θεός εκθέτει το γεγονός ότι οι αντίχριστοι θεωρούν τη θέση και την υπόληψη ως τη ζωτική τους δύναμη. Ό,τι καθήκοντα κι αν κάνουν οι αντίχριστοι, δεν λαμβάνουν ποτέ υπόψη τα συμφέροντα του οίκου του Θεού. Αντ’ αυτού, σκέφτονται μόνο αν μπορούν να αποκτήσουν κύρος και τον θαυμασμό των άλλων, και άπαξ και δεν μπορούν να αποκτήσουν υπόληψη και θέση, είναι σαν να τους έχουν κλέψει την ίδια τους τη ζωή. Αυτό καθορίζεται από την ουσία των αντίχριστων. Η συμπεριφορά μου ήταν ίδια με των αντίχριστων που εξέθεσε ο Θεός. Πίστευα ότι αν ήμουν επικεφαλής ή έκανα καθήκοντα που είχαν τεχνικό περιεχόμενο ή ήταν αξιοσέβαστα και εξέχοντα, οι άλλοι θα με θαύμαζαν, και ότι μόνο τότε θα είχε αξία και νόημα η ζωή. Αντίθετα, πίστευα ότι το να κάνω το καθήκον φιλοξενίας ήταν υποδεέστερο και ότι κανείς δεν θα με εκτιμούσε. Όταν απαλλάχθηκα από τα κειμενικά καθήκοντα, ένιωσα σαν να μου είχαν πάρει τη ζωή. Φοβόμουν ότι οι αδελφοί και οι αδελφές μου θα με περιφρονούσαν αν μάθαιναν ότι με είχαν μεταθέσει λόγω του χαμηλού μου επιπέδου. Ειδικά όταν μου ζητήθηκε να κάνω το καθήκον φιλοξενίας, μου κόπηκαν τα πόδια. Σκέφτηκα πως παλιά που ήμουν επικεφαλής στην εκκλησία, συναθροιζόμουν και συναναστρεφόμουν συχνά με τους αδελφούς και τις αδελφές μου και υλοποιούσα το έργο, ενώ, στα μάτια τους, θεωρούμουν ταλαντούχος. Τώρα όμως είχα γίνει μάγειρας και ένιωθα ότι είχα χάσει εντελώς την υπόληψή μου. Κάθε φορά που το σκεφτόμουν αυτό, ένιωθα να πνίγομαι από αγανάκτηση και δυστυχία, και δεν μπορούσα να υποταχθώ. Υπήρχε ένας αδελφός που δεν μπορούσε να φάει πολύ πικάντικο φαγητό για λόγους υγείας και, σε πολλές περιπτώσεις, μου υπενθύμισε να χρησιμοποιώ λιγότερα τσίλι. Αυτό ήταν ένα λογικό αίτημα και κάτι που θα έπρεπε να είχα λάβει υπόψη εφόσον έκανα το καθήκον φιλοξενίας, και θα έπρεπε να το είχα αποδεχτεί αυτό. Αλλά δεν έδειξα κατανόηση γι’ αυτόν και πίστευα μάλιστα ότι με περιφρονούσε, οπότε ήρθα σε σύγκρουση μαζί του, ξεσπώντας μέχρι και τον θυμό μου στο καθήκον μου. Είχα κυριευτεί τόσο από τη θέση και την υπόληψη, που είχα χάσει ακόμη και την κανονική ανθρώπινη φύση μου. Δεν σκεφτόμουν πώς να κάνω καλά το καθήκον μου να φιλοξενώ τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Το μυαλό μου ήταν γεμάτο με σκέψεις για την υπόληψη και τη θέση μου, και συνεχώς ήθελα να αποφύγω το καθήκον μου. Πραγματικά δεν είχα συνείδηση και ανθρώπινη φύση. Προσευχήθηκα στον Θεό μέσα από την καρδιά μου, πρόθυμος να μετανοήσω και να αντιμετωπίσω σωστά τα καθήκοντά μου.
Μια μέρα, διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού: «Για εκείνα τα ζητήματα στα οποία οι άνθρωποι δεν έχουν καταφέρει να παραμείνουν στις θέσεις που τους αναλογούν και δεν έχουν καταφέρει να εκπληρώσουν αυτό που έπρεπε —δηλαδή, όταν αποτυγχάνουν στο καθήκον τους— αυτό θα μετατραπεί σε κόμπο μέσα τους. Αυτό αποτελεί καθαρά πρακτικό πρόβλημα και πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί. Και πώς μπορεί να επιλυθεί; Τι στάση θα πρέπει να έχουν οι άνθρωποι; Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να είναι πρόθυμοι να μεταστραφούν. Και πώς θα πρέπει να γίνει πράξη αυτή η προθυμία για μεταστροφή; Για παράδειγμα, κάποιος είναι επικεφαλής για λίγα χρόνια, αλλά επειδή έχει χαμηλό επίπεδο, δεν κάνει καλά τη δουλειά του, δεν μπορεί να δει καθαρά καμία κατάσταση, δεν ξέρει πώς να λύνει προβλήματα με βάση την αλήθεια και δεν μπορεί να κάνει καθόλου αληθινό έργο· εξαιτίας όλων αυτών, απαλλάσσεται απ’ τα καθήκοντά του. Εάν, μετά την απαλλαγή του, μπορεί να υποταχθεί και να συνεχίσει να εκτελεί το καθήκον του, ενώ είναι και πρόθυμος να μεταστραφεί, τότε τι πρέπει να κάνει; Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να καταλάβει το εξής: “Ο Θεός είχε δίκιο που έκανε αυτό που έκανε. Το επίπεδό μου είναι τόσο χαμηλό και για τόσο καιρό, δεν έχω κάνει αληθινό έργο, αλλά αντίθετα καθυστερούσα απλώς το έργο της εκκλησίας και τους αδελφούς και τις αδελφές από τη ζωή-είσοδό τους. Είμαι τυχερός που δεν με απέβαλε απευθείας ο οίκος του Θεού. Πραγματικά ήμουν πολύ αναίσχυντος που κρατούσα γερά τη θέση μου όλο αυτό το διάστημα, πιστεύοντας μάλιστα πως έκανα τόσο σπουδαίο έργο. Τι παράλογος που ήμουν!” άραγε, το ότι είναι ικανός να μισήσει τον εαυτό του και να νιώσει ένα αίσθημα μεταμέλειας είναι ή δεν είναι έκφραση της προθυμίας του να κάνει μεταστροφή; Αν μπορεί να το πει αυτό, σημαίνει πως είναι πρόθυμος. Αν πει μέσα του: “Για τόσον καιρό, όσο ήμουν επικεφαλής, πάσχιζα συνέχεια για τα οφέλη της θέσης μου· συνέχεια κήρυττα δόγματα και εφοδιαζόμουν μ’ αυτά· δεν πάσχιζα για τη ζωή-είσοδο. Μόνο τώρα που αντικαταστάθηκα βλέπω την ανεπάρκεια και τις ελλείψεις μου. Ο Θεός έκανε το σωστό κι εγώ πρέπει να υποταχθώ. Παλιότερα, είχα θέση, και οι αδελφοί και οι αδελφές μου μου φέρονταν καλά· όπου κι αν πήγαινα, με περιτριγύριζαν. Τώρα κανείς δεν με προσέχει, και με εγκαταλείπουν· αυτό μου αξίζει, είναι η τιμωρία που μου αρμόζει. Επιπλέον, πώς θα μπορούσε ένα δημιουργημένο ον να έχει κάποια θέση ενώπιον του Θεού; Όσο υψηλή θέση κι αν έχει κανείς δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα ούτε ο προορισμός· ο Θεός μού δίνει μια ανάθεση όχι για να το παίξω αφεντικό ή για να απολαύσω τη θέση μου, αλλά για να εκτελέσω το καθήκον μου· πρέπει να κάνω ό,τι μπορώ. Πρέπει να έχω στάση υποταγής απέναντι στην κυριαρχία του Θεού και στις ρυθμίσεις του οίκου του Θεού. Η υποταγή μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά πρέπει να υπακούσω· ο Θεός έχει δίκιο να πράττει όπως πράττει, και ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι είχα χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες δικαιολογίες, καμία από αυτές δεν θα ήταν η αλήθεια. Η αλήθεια είναι η υποταγή στον Θεό!” τότε αυτά ακριβώς αποτελούν εκφράσεις προθυμίας για μεταστροφή. Κι αν κάποιος τις είχε όλες αυτές, τότε πώς θα αξιολογούσε ο Θεός ένα τέτοιο άτομο; Θα έλεγε ότι αυτό είναι άτομο με συνείδηση και λογική. Είναι υψηλή αυτή η αξιολόγηση; Δεν είναι υπερβολικά υψηλή· το να έχει κανείς μόνο συνείδηση και σύνεση υπολείπεται των προτύπων ώστε να οδηγηθεί στην τελείωση από τον Θεό —αλλά σχετικά μ’ ένα τέτοιο είδος ανθρώπου, σε αυτήν τη φάση δεν είναι και μικρό επίτευγμα. Είναι πολύτιμο το να μπορεί να υποταχθεί κανείς. Μετά απ’ αυτό, το πώς επιδιώκει κανείς να κάνει τον Θεό να αλλάξει την άποψή του γι’ αυτόν εξαρτάται απ’ τον δρόμο που θα διαλέξει» [«Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο διαλύοντας τις αντιλήψεις του μπορεί κανείς να πορευτεί στον σωστό δρόμο της πίστης στον Θεό (3)]. Αφού διάβασα τα λόγια του Θεού, ένιωσα ντροπή και ενοχή. Ένα άτομο με συνείδηση και λογική, όταν μετατίθεται ή απαλλάσσεται απ’ τα καθήκοντά του, μπορεί να κάνει αυτοκριτική, να κατανοήσει τις ελλείψεις του και να έχει στάση υποταγής στον Θεό. Δείχνει αποδοχή χωρίς να προσπαθεί να δικαιολογηθεί ή να διαπραγματευτεί όρους, και θέλει να κάνει μεταστροφή. Σκέφτηκα πως είχα χαμηλό επίπεδο και δεν είχα τα φόντα για να κάνω κειμενικά καθήκοντα. Αφού έκανα το καθήκον μου για μήνες, δεν είχα πετύχει κανένα αποτέλεσμα, και το γεγονός ότι οι επικεφαλής προσάρμοσαν τα καθήκοντά μου συμφωνούσε απόλυτα με την αλήθεια-αρχή. Επιπλέον, αν είχα συνεχίσει να κάνω αυτό το καθήκον, θα είχα καθυστερήσει το έργο και η κατάστασή μου θα είχε επηρεαστεί λόγω του ανεπαρκούς μου επιπέδου, με αποτέλεσμα να νιώθω αρνητικά. Αυτή η ρύθμιση ήταν ωφέλιμη τόσο για το έργο της εκκλησίας όσο και για μένα. Ωστόσο, δεν ήξερα πώς να ευχαριστήσω τον Θεό, και έγινα μάλιστα αρνητικός και παραπονιόμουν, πιστεύοντας ότι το να κάνω το καθήκον φιλοξενίας ήταν εντελώς εξευτελιστικό για μένα, σαν να είχα υποστεί τεράστια ταπείνωση. Κάθε μέρα, έκανα το καθήκον μου απρόθυμα. Το επίπεδό μου ήταν χαμηλό, αλλά ο οίκος του Θεού δεν με είχε αποκλείσει και, αντ’ αυτού, μου είχε δώσει άλλη μια ευκαιρία να κάνω το καθήκον μου. Αυτή ήταν η χάρη του Θεού, και θα έπρεπε να είχα ευχαριστήσει τον Θεό, να το είχα αποδεχτεί και να είχα υποταχθεί άνευ όρων. Αλλά εγώ, μη γνωρίζοντας τι ήταν καλό για μένα, ήμουν αρνητικός, τεμπέλιαζα κι ένιωθα αγανακτισμένος και απρόθυμος να το αποδεχτώ. Μου έλειπαν πραγματικά εντελώς η συνείδηση και η λογική!
Στη συνέχεια, έκανα αυτοκριτική: Γιατί με περιόριζαν μονίμως η θέση και η περηφάνια στο καθήκον μου; Διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού και βρήκα τη ρίζα του προβλήματός μου. Ο Θεός λέει: «Θέλετε διαρκώς να ανοίγετε τα φτερά σας και να πετάτε, επιθυμείτε διαρκώς να πετάτε μόνοι σας, να είστε αετοί αντί πουλάκια; Τι διάθεση είναι αυτή; Είναι αυτή η αρχή της διαγωγής; Η διαγωγή σας θα πρέπει να βασίζεται στα λόγια του Θεού, μόνο τα λόγια του Θεού είναι η αλήθεια. Εσείς έχετε διαφθαρεί πολύ βαθιά από τον Σατανά και θεωρείτε διαρκώς ότι η παραδοσιακή κουλτούρα —τα λόγια του Σατανά— είναι η αλήθεια, το αντικείμενο της επιδίωξής σας, κάτι που διευκολύνει το να πάρετε το λάθος μονοπάτι, να βαδίσετε το μονοπάτι της αντίστασης στον Θεό. Οι σκέψεις κι οι απόψεις της διεφθαρμένης ανθρωπότητας και τα πράγματα για τα οποία αγωνίζεται είναι αντίθετα προς το θέλημα του Θεού, προς την αλήθεια και προς τους νόμους της κυριαρχίας του Θεού επί των πάντων, την ενορχήστρωσή Του για τα πάντα και τον έλεγχό Του επί της μοίρας της ανθρωπότητας. Έτσι, ανεξάρτητα από το πόσο σωστή και λογική είναι αυτού του είδους η επιδίωξη σύμφωνα με τις ανθρώπινες σκέψεις και αντιλήψεις, από την οπτική γωνία του Θεού δεν είναι θετικά πράγματα και δεν συνάδουν με το θέλημά Του. Επειδή πηγαίνεις ενάντια στο γεγονός της κυριαρχίας του Θεού επί της μοίρας της ανθρωπότητας, αλλά και επειδή θέλεις να πηγαίνεις μόνος σου, παίρνοντας τη μοίρα στα χέρια σου, πέφτεις διαρκώς πάνω σε τοίχους, τόσο δυνατά που τρέχει αίμα από το κεφάλι σου και τίποτε δεν σου βγαίνει ποτέ σε καλό. Γιατί δεν σου βγαίνει τίποτε σε καλό; Επειδή οι νόμοι που θέσπισε ο Θεός δεν μπορούν να αλλοιωθούν από κανένα δημιουργημένο ον. Η εξουσία κι η δύναμη του Θεού είναι πάνω απ’ όλα, απαραβίαστες από κάθε δημιουργημένο ον. Οι άνθρωποι υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους. Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να επιθυμούν συνεχώς να είναι ελεύθεροι από την κυριαρχία του Θεού, να επιθυμούν συνεχώς να έχουν τη μοίρα στα χέρια τους και να σχεδιάζουν το μέλλον τους, να επιθυμούν να ελέγχουν τις προοπτικές, την κατεύθυνση και τους στόχους της ζωής τους; Από πού προέρχεται αυτό το σημείο εκκίνησης; (Μια διεφθαρμένη σατανική διάθεση.) Τι φέρνει, λοιπόν, στους ανθρώπους η διεφθαρμένη σατανική διάθεση; (Εναντίωση στον Θεό.) Τι υφίστανται οι άνθρωποι που εναντιώνονται στον Θεό; (Πόνο.) Πόνο; Υφίστανται καταστροφή! Αυτό που βλέπεις ακριβώς μπροστά στα μάτια σου είναι πόνος, αρνητικότητα και αδυναμία, είναι αντίσταση και παράπονα —τι αποτέλεσμα θα φέρουν αυτά τα πράγματα; Αφανισμό! Δεν πρόκειται για κάποιο ασήμαντο θέμα και δεν είναι παιχνίδι» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μια διεφθαρμένη διάθεση μπορεί να διαλυθεί μόνο με την αποδοχή της αλήθειας). Από τα λόγια του Θεού κατάλαβα ότι με δέσμευαν κυρίως σατανικά δηλητήρια όπως «Ένας άνθρωπος αφήνει το όνομά του όπου μένει, όπως ακριβώς μια χήνα βγάζει την κραυγή της όπου πετάει» και «Ο άνθρωπος αγωνίζεται να ανέβει προς τα πάνω· το νερό κυλάει προς τα κάτω», και ότι ζούσα συνεχώς για τη φήμη και το κέρδος. Όταν ήμουν νέος, επιθυμούσα διακαώς να έχω υπόληψη και θέση. Εγκατέλειψα το σχολείο στην εφηβεία μου. Εκείνη την εποχή, έβλεπα πολλούς ανθρώπους να εργάζονται ως χτίστες και έλεγα στον εαυτό μου: «Ακόμα κι αν πεθάνω από φτώχεια, δεν θα γίνω ποτέ χτίστης!» Σκεφτόμουν έτσι, επειδή πίστευα ότι αυτή ήταν μια δουλειά που την έκαναν άνθρωποι ανειδίκευτοι και χωρίς προοπτικές. Ζήλευα πραγματικά εκείνους που έκαναν μεγάλες επιχειρήσεις, ντύνονταν ευπρεπώς και τους θαύμαζαν και τους ζήλευαν όπου κι αν πήγαιναν. Αργότερα, άρχισα να μαθαίνω κι εγώ από επιχειρήσεις, και όλοι στο χωριό με επαινούσαν λέγοντας: «Αυτό το παιδί έχει κότσια. Σίγουρα θα έχει λαμπρό μέλλον». Χάρηκα πολύ που το άκουσα αυτό. Από τότε, ό,τι κι αν έκανα, έπρεπε να σκέφτομαι αν ήταν αξιοσέβαστο ή όχι και αν θα μου εξασφάλιζε την εκτίμηση των άλλων. Αφού βρήκα τον Θεό, συνέχισα να ζω με βάση αυτά τα σατανικά δηλητήρια. Θεωρούσα ότι δεν έχει κανένα νόημα να πιστεύει κανείς στον Θεό και να είναι ένας συνηθισμένος πιστός που μοχθεί στο καθήκον που κάνει, οπότε επεδίωξα να γίνω επικεφαλής ή να κάνω ένα καθήκον που είχε τεχνικό περιεχόμενο, ήταν εξέχον και θα έκανε τους ανθρώπους να με ζηλεύουν και να με θαυμάζουν. Πίστευα ότι μόνο αυτά τα πράγματα είχαν αξία και νόημα. Επομένως, όσο έκανα το καθήκον μου, ήμουν πολύ δραστήριος και μπορούσα να εγκαταλείψω και να αφήσω πίσω μου πράγματα. Θυμήθηκα τις μέρες μου ως επικεφαλής και πώς με θαύμαζαν οι αδελφοί και οι αδελφές μου όπου κι αν πήγαινα. Ειδικά όταν μου ζητούσαν να συναθροίζομαι και να συναναστρέφομαι μαζί τους πιο συχνά, ήμουν τόσο χαρούμενος που δεν ήξερα τι να πω. Το ίδιο συνέβαινε και όταν έκανα το καθήκον μου ως κήρυκας. Κάθε φορά που πήγαινα σε μια εκκλησία, οι αδελφοί και οι αδελφές χαίρονταν που με έβλεπαν, και ένιωθα επίσης ότι με εκτιμούσαν πολύ και είχα μεγάλο κίνητρο να κάνω το καθήκον μου. Παρόλο που έτρεχα πέρα δώθε ανάμεσα σε πολλές εκκλησίες, δεν ένιωθα κουρασμένος. Ωστόσο, όταν μου ζητήθηκε να κάνω το καθήκον φιλοξενίας, μαράζωσα σαν ξερό φύλλο. Θεωρούσα ότι το να κάνω αυτό το καθήκον ήταν υποδεέστερο, οπότε ένιωθα αντίσταση και παραπονιόμουν μέσα μου, ενώ ήμουν αρνητικός και τεμπέλιαζα στο καθήκον μου. Όταν μαγείρευα, είτε έφτιαχνα πάρα πολύ φαγητό και περίσσευε, είτε πολύ λίγο και δεν έφτανε για όλους. Μερικές φορές, έβλεπα ότι περίσσευε φαγητό και απλώς έφτιαχνα επιπόλαια ένα γεύμα με αυτά, χωρίς να με νοιάζει αν θα έφτανε για να φάνε οι αδελφοί μου ή όχι. Όταν μαγείρευα, δεν λάμβανα υπόψη την υγεία του αδελφού μου και, όταν μου έκανε επιπλέον υπενθυμίσεις, δυσαρεστούμουν. Όταν ήμουν κακόκεφος, δεν καθάριζα καν. Καθώς ζούσα με βάση αυτά τα σατανικά δηλητήρια, έχανα όλο και περισσότερο τη λογική και την κανονική ανθρώπινη φύση μου. Αν δεν μετανοούσα, τότε όχι μόνο οι αδελφοί και οι αδελφές μου θα με αποστρέφονταν, αλλά και ο Θεός θα ήταν δυσαρεστημένος και, με τον καιρό, το Άγιο Πνεύμα θα με εγκατέλειπε. Όταν το κατάλαβα αυτό, φοβήθηκα λίγο, οπότε προσευχήθηκα στον Θεό να με οδηγήσει να υποταχθώ στην ενορχήστρωση και τις διευθετήσεις Του και να κάνω καλά το καθήκον μου.
Αργότερα, διάβασα άλλα δύο χωρία των λόγων του Θεού. Μόνο τότε κατάλαβα πώς να αντιμετωπίζω τα καθήκοντά μου. Ο Θεός λέει: «Στον οίκο του Θεού, όποτε κανονίζεται να κάνεις κάτι, είτε πρόκειται για σκληρή ή κοπιαστική εργασία, και είτε σου αρέσει είτε όχι, είναι καθήκον σου. Εάν μπορείς να το θεωρήσεις ανάθεση και ευθύνη που σου έδωσε ο Θεός, τότε έχεις κι εσύ ανάμειξη στο έργο Του για τη σωτηρία του ανθρώπου. Και πώς θα σε βλέπει Εκείνος αν αυτό που πράττεις και το καθήκον που εκτελείς έχουν ανάμειξη με το έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου, και μπορείς ν’ αποδεχτείς σοβαρά κι ειλικρινά την ανάθεση που σου έδωσε ο Θεός; Θα σε βλέπει ως μέλος της οικογένειάς Του. Αυτό είναι ευλογία ή κατάρα; (Ευλογία.) Είναι μεγάλη ευλογία» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Ποια είναι η επαρκής εκτέλεση του καθήκοντος;). «Ποια είναι η λειτουργία σας ως δημιουργήματα; Έχει σχέση με την άσκηση και το καθήκον του καθενός. Είσαι δημιούργημα, κι αν ο Θεός σού έδωσε ταλέντο στο τραγούδι και ο οίκος του Θεού όρισε να τραγουδάς, τότε πρέπει να τραγουδάς καλά. Αν έχεις το χάρισμα της κήρυξης του ευαγγελίου και ο οίκος του Θεού κανόνισε να κηρύττεις το ευαγγέλιο, τότε πρέπει να το κάνεις καλά. Όταν ο εκλεκτός λαός του Θεού σε εκλέξει ως επικεφαλής, πρέπει να αναλάβεις την αποστολή αυτήν και να καθοδηγείς τον εκλεκτό λαό του Θεού να τρώει και να πίνει τα λόγια Του, να συναναστρέφεται πάνω στην αλήθεια και να εισέρχεται στην πραγματικότητα. Αν το κάνεις αυτό, θα έχεις εκτελέσει καλά το καθήκον σου. Η αποστολή που δίνει ο Θεός στον άνθρωπο είναι εξαιρετικά σημαντική και ουσιαστική! Πώς πρέπει, λοιπόν, να αναλάβεις αυτήν την αποστολή και να εκπληρώσεις τη λειτουργία σου; Πρόκειται για ένα απ’ τα μεγαλύτερα ζητήματα που αντιμετωπίζεις, και πρέπει να πάρεις μια απόφαση. Μπορεί να πει κανείς ότι πρόκειται για μια κρίσιμη στιγμή που καθορίζει αν κερδίσεις την αλήθεια και οδηγηθείς από τον Θεό στην τελείωση» («Ο Λόγος», τόμ. 3: «Οι συνομιλίες του Χριστού των Εσχάτων Ημερών», Μόνο μέσω της κατανόησης της αλήθειας μπορεί κανείς να γνωρίσει τις πράξεις του Θεού). Από τα λόγια του Θεού κατάλαβα ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ μεγάλου και μικρού, υψηλού και χαμηλού ή ευγενούς και ταπεινού στα καθήκοντα στον οίκο του Θεού. Όλα τα είδη καθηκόντων προκύπτουν από το έργο του Θεού για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Όποιο καθήκον κι αν κάνεις και είτε μπορείς να κερδίσεις τα φώτα της δημοσιότητας είτε όχι, αν μπορείς να αποδεχτείς ειλικρινά το καθήκον σου, να το αντιμετωπίσεις σοβαρά, να παίξεις τον ρόλο σου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Θεού και να κάνεις καλά το καθήκον σου με προσγειωμένο τρόπο, τότε ο Θεός θα είναι ικανοποιημένος. Ωστόσο, εγώ θεωρούσα το να είμαι επικεφαλής ή να κάνω κειμενικό καθήκον ή ένα καθήκον με τεχνικό περιεχόμενο ως καθήκοντα υψηλού επιπέδου. Πίστευα ότι οι άνθρωποι που έκαναν αυτού του είδους τα καθήκοντα θα ήταν τα αντικείμενα της σωτηρίας του Θεού, ενώ εκείνοι που φιλοξενούσαν και έκαναν θελήματα απλώς μοχθούσαν και παρείχαν υπηρεσίες. Χώρισα τα καθήκοντα του οίκου του Θεού σε υψηλά και χαμηλά, ευγενή και ταπεινά, και σε διάφορες βαθμίδες. Αυτή η άποψη ήταν πραγματικά παράλογη και παραβίαζε απόλυτα την αλήθεια. Σκέφτηκα ότι δεν είχα τις δεξιότητες ή το επίπεδο για να κάνω κειμενικό καθήκον. Αν ανάγκαζα τον εαυτό μου να κάνει αυτό το καθήκον για να σώσω την υπόληψή μου, τότε όχι μόνο δεν θα πετύχαινα κανένα αποτέλεσμα, αλλά θα ήμουν επίσης επιρρεπής στο να γίνω αρνητικός, κάτι που δεν θα είχε κανένα όφελος για τη δική μου ζωή και θα εμπόδιζε επίσης το έργο της εκκλησίας. Η εκκλησία κανόνισε να κάνω το καθήκον φιλοξενίας. Αυτό είναι ένα καθήκον που μπορώ να κάνω. Είναι το καθήκον που πρέπει να κάνω και η ευθύνη που πρέπει να εκπληρώσω, και θα έπρεπε να το αποδεχτώ και να υποταχθώ. Μόνο τότε θα είχα τη συνείδηση και τη λογική που θα έπρεπε να έχω.
Αργότερα, συνειδητοποίησα και ότι είχα μια παράλογη άποψη, αφού πίστευα ότι αν έκανες ένα σημαντικό καθήκον, θα είχες υψηλή θέση, και ότι αν έκανες ένα αφανές καθήκον, θα είχες χαμηλή θέση. Μια μέρα, διάβασα ένα χωρίο των λόγων του Θεού που ανέτρεψε την παράλογη άποψή μου. Ο Θεός λέει: «Αν κάποιος έχει πολύ χαμηλή κοινωνική θέση, πολύ φτωχή οικογένεια και χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, αλλά πιστεύει στον Θεό με προσγειωμένο τρόπο, κι αγαπά την αλήθεια και τα θετικά πράγματα, τότε άραγε έχει μεγάλη ή μικρή αξία στα μάτια του Θεού; Είναι πολύτιμος ή ανάξιος; Είναι πολύτιμος. Αν δούμε το θέμα από αυτήν την οπτική, τότε από τι εξαρτάται η αξία κάποιου, είτε έχει υψηλή είτε χαμηλή κοινωνική θέση, είτε ανήκει σε ανώτερη είτε σε κατώτερη κοινωνική τάξη; Εξαρτάται από το πώς σε βλέπει ο Θεός. Αν ο Θεός σε βλέπει σαν κάποιον που επιδιώκει την αλήθεια, τότε έχεις αξία και είσαι πολύτιμος. Είσαι ένα πολύτιμο δοχείο. Αν ο Θεός βλέπει ότι δεν επιδιώκεις την αλήθεια και δεν δαπανάς ειλικρινά τον εαυτό σου για Εκείνον, τότε είσαι ανάξιος και όχι πολύτιμος. Είσαι ένα κατώτερο δοχείο. Όση μόρφωση κι αν έχεις ή όσο υψηλή κι αν είναι η θέση σου στην κοινωνία, αν δεν επιδιώκεις ούτε κατανοείς την αλήθεια, τότε δεν μπορείς ποτέ να έχεις μεγάλη αξία. Ακόμη κι αν σε υποστηρίζουν, σε επαινούν και σε λατρεύουν πολλοί άνθρωποι, είσαι ένας άθλιος που αξίζει περιφρόνηση. […] Εξετάζοντας τώρα το ζήτημα, ποια είναι η βάση για να καθορίσουμε την αξία κάποιου ως μεγάλη ή μικρή; (Είναι η στάση του απέναντι στον Θεό, στην αλήθεια και στα θετικά πράγματα.) Σωστά. Κατ’ αρχάς, πρέπει να καταλάβει κανείς ποια είναι η στάση του Θεού. Να καταλάβει πρώτα τη στάση του Θεού και να κατανοήσει με ποιες αρχές και με ποια κριτήρια προσδιορίζει ο Θεός τους ανθρώπους, κι έπειτα να τους αξιολογεί με βάση τις αρχές και τα κριτήρια που έχει ο Θεός γι’ αυτούς. Μόνο αυτό είναι το πιο ακριβές, το πιο κατάλληλο και το πιο δίκαιο» [«Ο Λόγος», τόμ. 4: «Εκθέτοντας τους αντίχριστους», Σημείο έβδομο: Είναι μοχθηροί, ύπουλοι και δόλιοι (Μέρος πρώτο)]. Από τα λόγια του Θεού κατάλαβα ότι το κατά πόσο είναι κανείς ευγενής στον οίκο του Θεού δεν εξαρτάται από το αν έχει θέση ή όχι ούτε από το αν τον θαυμάζουν ή τον λατρεύουν οι άλλοι. Αντ’ αυτού, εξαρτάται από το αν οι άνθρωποι αγαπούν την αλήθεια και αν επιδιώκουν την αλήθεια. Αν ένας άνθρωπος δεν επιδιώκει ή δεν αγαπά την αλήθεια, τότε όσο υψηλή κι αν είναι η θέση του και όσοι άνθρωποι κι αν τον περιβάλλουν και τον λατρεύουν, όχι μόνο όλα αυτά είναι άχρηστα, αλλά ο άνθρωπος αυτός θα αποκαλυφθεί και θα αποκλειστεί επειδή απολαμβάνει τα οφέλη της θέσης. Ακόμα κι αν ένας άνθρωπος δεν έχει καμία θέση και κανείς δεν τον εκτιμά, αν αγαπά την αλήθεια, έχει θεοφοβούμενη καρδιά και μπορεί να πιστεύει στον Θεό και να κάνει το καθήκον του με προσγειωμένο τρόπο, είναι πολύτιμος στα μάτια του Θεού. Στο παρελθόν, πάντα πίστευα ότι τα καθήκοντα φιλοξενίας και γενικών υποθέσεων ήταν εργασίες που απαιτούσαν μόχθο, με χαμηλή θέση, και τις οποίες κανείς δεν εκτιμούσε, και όσο καλά κι αν έκανες αυτά τα καθήκοντα, δεν θα είχε κανένα νόημα. Επομένως, φοβόμουν να κάνω αυτού του είδους τα καθήκοντα και επεδίωκα μόνο να γίνω επικεφαλής ή να κάνω ένα καθήκον με τεχνικό περιεχόμενο. Τώρα συνειδητοποίησα πόσο παράλογη ήταν η άποψή μου! Σκέφτηκα πώς ο Παύλος επεδίωκε με προσήλωση να είναι πάνω από όλους τους άλλους αποστόλους. Ταξίδεψε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης για να κηρύξει το ευαγγέλιο και έγραψε επίσης πολλές επιστολές, κερδίζοντας τον θαυμασμό και τη λατρεία όλων. Ωστόσο, δεν απέκτησε την αλήθεια και ζωή και είχε μια βαθιά ριζωμένη διεφθαρμένη διάθεση. Στο τέλος, έφτασε μάλιστα να πει και κάτι τόσο αναιδές και ιερόσυλο όπως «εις εμέ το ζην είναι ο Χριστός», με αποτέλεσμα να γίνει αντίχριστος και να τιμωρηθεί από τον Θεό. Δεν βάδιζα κι εγώ στον δρόμο του Παύλου; Αν δεν άλλαζα πορεία, τότε τελικά η έκβασή μου θα ήταν η ίδια με του Παύλου. Έπρεπε να μετανοήσω και να αλλάξω πορεία γρήγορα. Μετά από αυτό, μπόρεσα να αντιμετωπίσω το καθήκον φιλοξενίας με προσοχή, και κάθε μέρα σκεφτόμουν πώς να κάνω καλά αυτό το καθήκον και να φιλοξενώ καλά τους αδελφούς και τις αδελφές μου. Δεν ένιωθα πλέον κατώτερος.
Τώρα που το σκέφτομαι, μέσα στο διάστημα που έκανα το καθήκον φιλοξενίας, έμαθα πώς να βιώνω την κανονική ανθρώπινη φύση και πώς να υποτάσσομαι στην ενορχήστρωση και τις διευθετήσεις του Θεού, και κατανόησα τη δική μου διεφθαρμένη διάθεση. Όλα αυτά είναι μαθήματα που δεν θα είχα πάρει ποτέ χωρίς να κάνω το καθήκον φιλοξενίας. Ευχαριστώ τον Θεό από τα βάθη της καρδιάς μου!